- ταξιδιάρικος
- [ таксидьярикос] επ относящийся к поездке, путешествию.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
ταξιδιάρικος — η, ο, Ν [ταξιδιάρικος] αποδημητικός, μεταναστευτικός («ταξιδιάρικα πουλιά») … Dictionary of Greek
ταξιδιάρικος — η, ο 1. αυτός που ταξιδεύει συστηματικά, διαβατάρικος: Ταξιδιάρικα πουλιά. 2. ταξιδιάρης (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)